σπρωξιά

σπρωξιά
η
απώθηση με τα χέρια: Με μια σπρωξιά τον έριξε κάτω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπρωξιά — η, Ν το σπρώξιμο, η απώθηση με τους αγκώνες ή με τις παλάμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ τού αορ. έσπρωξα τού σπρώχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σπρώξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά 2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή β) (για άνδρα) η συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ τού αορ. έσπρωξα τού σπρώχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • ωσμή — ἡ, Α βίαιη ώθηση, σπρώξιμο, σπρωξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ὠθῶ + κατάλ. μή (πρβλ. ὠσμός)] …   Dictionary of Greek

  • σπρώξιμο — το 1.σπρωξιά, σκούντημα: Με σπρωξίματα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. 2. παρακίνηση: Χρειάζεται λίγο σπρώξιμο για να μελετήσει τα μαθήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ώθηση — η 1. σπρώξιμο, σπρωξιά. 2. παρακίνηση, παρόρμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”